Ιακώβ

Ιακώβ
Ιακώβ ο
Иаков –
1) сын Исаака и Ревекки (В.З.);
2) имя собственное
Этим.
< евр. Yaakov < евр. aqeb «пятка» или по другой версии происходит от aqab «одерживать верх над кем-либо». Согласно Священному Писанию, Ревекка так назвала своего сына, потому что во время родов Иаков родился вторым, держа за пятку своего брата-близнеца Исава: (Γέν. 25, 26) και μετά τούτο εξήλθεν ο αδελφός αυτού και η χειρ αυτού επειλημμένη της πτέρνης Ησαυ, και εκάλεσεν το όνομα αυτού Ιακώβ (Быт. 25, 26) — Потом вышел брат его, держась рукою своею за пяту Исава; и наречено ему имя Иаков

Η εκκλησία λεξικό (Церковный словарь Назаренко). 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "Ιακώβ" в других словарях:

  • Ιακώβ — Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Ι. ο πατριάρχης. Βιβλικό πρόσωπο. Ήταν γιος του Ισαάκ. Αφού σφετερίστηκε με τέχνασμα τα πρωτοτόκια από τον δίδυμο αδελφό του, Ησαύ, πήγε να υπηρετήσει τον θείο του Λάβαν, παντρεύτηκε τις κόρες του,… …   Dictionary of Greek

  • Ιακώβ — ο (λ. εβρ.), κύριο όνομα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Αλφασί, Ισαάκ Μπεν Ιακώβ — (Isaac ben Jacob ha Kohen Al Fasi, 1013 – 1103). Εβραίος ταλμουδιστής και νομοδιδάσκαλος. Το 1088 πήγε στην Ισπανία και ίδρυσε στη Λουκένα ιερατική σχολή, όπου σπούδασαν διάσημοι Εβραίοι λόγιοι. Εναντιώθηκε στην τάση των συγχρόνων του στη… …   Dictionary of Greek

  • Τέμινκ, Κονράδος Ιακώβ — (Temminck, 1778 – 1858). Ολλανδός φυσιολόγος. Διετέλεσε διευθυντής της Ακαδημίας των Επιστημών του Χάρλεμ και του Μουσείου Φυσικής Ιστορίας της Ολλανδίας. Έκανε σπουδαίες επιστημονικές παρατηρήσεις, επάνω στα πτηνά και τα θηλαστικά. Τα… …   Dictionary of Greek

  • ВТОРОБРАЧИЕ — [греч. διγαμία, δεύτερος γάμος], или двубрачие, вступление в повторный (в строгом смысле термина во 2 й) брак. Вступление в 3 й брак называют троебрачием (τριγαμία), в последующие браки многобрачием (πολυγαμία). Церковь всегда считала… …   Православная энциклопедия

  • Εβραίοι — Αρχαίος σημιτικός λαός από τη Χαλδαία, που εγκαταστάθηκε κατά τα τέλη της 2ης χιλιετίας π.Χ. στη Γη της Χαναάν. Η ονομασία του οφείλεται, κατά την παράδοση, στον Έβερ, απόγονο του Σημ, γιου του Νώε. Οι Ε. ονομάζονταν επίσης και Ισραηλίτες, όνομα… …   Dictionary of Greek

  • Ησαύ — Βιβλικό πρόσωπο. Ήταν ο πρωτότοκος γιος του Ισαάκ και της Ρεβέκκας, δίδυμος αδελφός του Ιακώβ. Η Αγία Γραφή τον περιγράφει άνθρωπο ρωμαλέο, με βίαιο και άστατο χαρακτήρα, που η απασχόλησή του ήταν το κυνήγι. Η ιστορία του Η. συνδέεται στενά με… …   Dictionary of Greek

  • Ιούδας — Όνομα βιβλικών προσώπων. 1. Απόστολος. Βλ. λ. Θαδδαίος. 2. Ι. ο Ισκαριώτης. Βλ. λ. Ιούδας ο Ισκαριώτης. 3. Πατριάρχης των Εβραίων. Τέταρτος γιος του Ιακώβ και της Λείας, επώνυμος ήρωας της ομώνυμης φυλής. Στον I. όφειλε τη σωτηρία του από την… …   Dictionary of Greek

  • Ισραήλ — I Επίσημη ονομασία: Κράτος του Ισραήλ Έκταση: 20.770 τ. χλμ. Πληθυσμός: 6.029.529 (2002) Πρωτεύουσα: Ιερουσαλήμ (622.091 κάτ. το 1997) *Σημ.: Η Ιερουσαλήμ ανακηρύχθηκε μονομερώς από το Ισραήλ πρωτεύουσα το 1982, στη θέση του Τελ Αβίβ, χωρίς όμως… …   Dictionary of Greek

  • Λάβαν — Βιβλικό πρόσωπο. Ήταν γιος του Βαθουήλ, αδελφός της Ρεβέκκας και ταυτόχρονα θείος και πεθερός του Ιακώβ, ο οποίος παντρεύτηκε τις κόρες του, Ραχήλ και Λεία. Η πρώτη φορά που αναφέρεται το όνομά του στην Παλαιά Διαθήκη είναι στη συνάντηση της… …   Dictionary of Greek

  • Яков — укр. Якiв, род. п. Якова, др. русск., ст. слав. Иаковъ ᾽Ιακώβ. Из греч. ᾽Ιακώβ. Напротив, блр. Якуб – через польск. Jakob из лат. Jасоb. Др. русск. Яковитци (мн.) – монофизитская секта в Армении и Сирии (Греф. 7, 19), – от ср. греч. ᾽Ιακωβῖται –… …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»